Νέα

Η διστακτικότητα απέναντι στα εμβόλια είναι η επόμενη πρόκληση για τη δημόσια υγεία εν μέσω της πανδημίας COVID-19

ΜΟΝΟ ΟΙ ΜΙΣΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΔΗΛΩΝΟΥΝ ΠΡΟΘΥΜΟΙ ΝΑ ΕΜΒΟΛΙΑΣΤΟΥΝ

Ένας στους 4 Έλληνες δεν προτίθεται να κάνει το εμβόλιο κατά του νέου κορωνοϊού όταν αυτό θα είναι διαθέσιμο, ενώ μόνο λίγο περισσότεροι από τους μισούς (58%) είναι πρόθυμοι να κάνουν το εμβόλιο όταν εγκριθεί και οι υπόλοιποι δηλώνουν αναποφάσιστοι, όπως προκύπτει από τα αποτελέσματα έρευνας που πραγματοποίησε το Κέντρο Κλινικής Επιδημιολογίας και Έκβασης Νοσημάτων – CLEO (cleoresearch.org). 

Τα στοιχεία αυτά δείχνουν ότι οι Έλληνες είναι πιο διστακτικοί έναντι του εμβολίου σε σχέση με τους περισσότερους Ευρωπαίους, ενώ επιβεβαιώνει ότι η διστακτικότητα απέναντι στα εμβόλια (vaccine hesitancy), η οποία είχε αναφερθεί από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ) ως μία από τις κορυφαίες απειλές για την παγκόσμια υγεία ήδη από το 2019, αναμένεται να είναι η επόμενη πρόκληση που θα έχουν να αντιμετωπίσουν οι κυβερνήσεις και η κοινωνία στη μάχη κατά της πανδημίας COVID-19. 

Την ώρα που πολλές φαρμακευτικές εταιρείες, σε συνεργασία με πανεπιστήμια και άλλα ιδρύματα, επιδίδονται σε αγώνα δρόμου για την ανάπτυξη του εμβολίου με στόχο την αναχαίτιση του νέου κορωνοϊού, ο οποίος έχει σκοτώσει περισσότερους από ένα εκατομμύριο ανθρώπους και έχει πλήξει την παγκόσμια οικονομία, γίνεται ξεκάθαρο ότι μόνη η ανακάλυψη του εμβολίου δεν αρκεί για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Η αποτελεσματικότητα του εμβολίου εξαρτάται από την κάλυψη του πληθυσμού, καθώς στην περίπτωση χαμηλής εμβολιαστικής κάλυψης του γενικού πληθυσμού, δεν θα αναπτυχθεί ανοσία της αγέλης και δεν θα προστατευτούν οι πιο ευάλωτες ομάδες πληθυσμού. Είναι ενδεικτικό ότι τα έως τώρα επιδημιολογικά δεδομένα υποδηλώνουν ότι περισσότερο από το 80% του πληθυσμού θα πρέπει να εμβολιαστεί για τον κορωνοϊό!

«Η έγκαιρη μέτρηση, μέσω κατάλληλα σχεδιασμένων μελετών, της προθυμίας των πολιτών να εμβολιαστούν έναντι του κορωνοιού όταν το εμβόλιο θα είναι διαθέσιμο, μπορεί να παίξει καθοριστικό ρόλο στην χάραξη πολιτικής για την αύξηση της αποδοχής του εμβολίου από τον γενικό πληθυσμό», τονίζει η ομάδα ερευνητών του CLEO, που με επικεφαλής τους Δρ. Θεοκλή Ζαούτη και Δρ. Γεωργία Κουρλαμπά πραγματοποίησαν σχετική έρευνα για τον ελληνικό πληθυσμό.

Η έρευνα πραγματοποιήθηκε σε τυχαίο δείγμα 1.000 ατόμων του ενήλικου ελληνικού πληθυσμού, με στόχο την αξιολόγηση των γνώσεων, αντιλήψεων και πρακτικών έναντι του κορωνοιού. 

Πιο διστακτικοί οι Έλληνες σε σχέση με άλλους Ευρωπαίους

Συγκρίνοντας τα ευρήματα της έρευνας με αυτά της μελέτης του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ, που πραγματοποιήθηκε σε 20.000 άτομα από 27 χώρες παγκοσμίως, καθώς και με αυτά έρευνας που πραγματοποιήθηκε σε 7 ευρωπαϊκές χώρες (Δανία, Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Πορτογαλία, Ολλανδία και Βρετανία), όπου το ποσοστό των συμμετεχόντων που δήλωσαν πρόθυμοι να κάνουν το εμβόλιο ανερχόταν στο 74%, διαπιστώνουμε ότι οι Έλληνες είναι πιο διστακτικοί απέναντι στο COVID-19 εμβόλιο σε σύγκριση με άλλους Ευρωπαίους. 

Είναι, μάλιστα, χαρακτηριστικό ότι παρόμοια «απόκλιση» για τη χώρα μας είχε παρατηρηθεί και το 2009 στην αποδοχή του εμβολίου κατά της πανδημίας γρίπης H1N1, όταν οι Έλληνες ανέφεραν χαμηλά ποσοστά αποδοχής έως 22,9%, έναντι άλλων Ευρωπαίων στους οποίους το ποσοστό έφτανε ακόμα και το 67%. 

Πάντως τα διαθέσιμα δεδομένα από την προηγούμενη πανδημία του H1N1 δείχνουν ότι η πραγματική πρόθεση εμβολιασμού θα μπορούσε να είναι διαφορετική όταν είναι διαθέσιμο ένα εμβόλιο. Και αυτό δείχνει την αξία υλοποίησης συχνών πληθυσμιακών μελετών που να μετρούν την αποδοχή του εμβολίου όσο προχωρούν οι έρευνες, πλησιάζοντας όλο και πιο πολύ στην τελική έγκριση.

Ποιες ηλικίες διστάζουν περισσότερο

Ενήλικες κάτω των 65 ετών, αυτοί που δεν ανήκουν σε ευπαθείς ομάδες ή δεν ζουν με άτομα που ανήκουν στις ευπαθείς ομάδες, όσοι πιστεύουν ότι ο ιός φτιάχτηκε στο εργαστήριο από ανθρώπους, όσοι πιστεύουν ότι ό νέος κορωνοιός δεν είναι πιο σοβαρός και πιο θανατηφόρος από την εποχική γρίπη και όσοι δεν φαίνεται να γνωρίζουν τα συμπτώματα, τους τρόπους μετάδοσης και τους τρόπους ελέγχου και πρόληψης του νέου κορωνοιού, είναι οι περισσότερο διαστακτικές πληθυσμιακές ομάδες έναντι του εμβολίου. 

Επίσης, μέσα από τη συγκεκριμένη έρευνα αναδεικνύεται η αρνητική επίδραση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης (ΜΚΔ), αφού οι άνθρωποι που δήλωσαν ότι ενημερώνονται για τον κορωνοϊό από τα ΜΚΔ εμφανίστηκαν πρόθυμοι να κάνουν το εμβόλιο σε ποσοστό μικρότερο (44,5%) σε σχέση με όσους δήλωσαν ότι ενημερώνονται από επίσημες εθνικές και διεθνείς ιστοσελίδες και από τα ΜΜΕ (>60%). Το στοιχείο αυτό δείχνει ότι τα ΜΚΔ ίσως είναι πηγή παραπληροφόρησης για την ασφάλεια και αποτελεσματικότητα και γενικότερα για την αξία του εμβολιασμού. 

Για ποιους λόγους είναι διαστακτικοί οι Έλληνες έναντι του εμβολίου;

Η διστακτικότητα του γενικού πληθυσμού έναντι των εμβολίων γενικότερα αλλά και του COVID-19 εμβολίου πιο ειδικά, ερμηνεύεται σε μεγάλο βαθμό από την έλλειψη εμπιστοσύνης των πολιτών στην ασφάλεια και στην αποτελεσματικότητα των εμβολίων, η οποία ποικίλλει θεαματικά παγκοσμίως από χώρα σε χώρα, όπως δείχνει η μεγαλύτερη έως τώρα διεθνής έρευνα που δημοσιεύθηκε πρόσφατα στο ιατρικό περιοδικό «The Lancet». 

Στην Ευρώπη, φαίνεται πως στις αρχές του 2020 η πλειονότητα των χωρών εμφάνιζε αυξημένη εμπιστοσύνη στα εμβόλια σε σχέση με πέντε χρόνια πριν. Στην Ελλάδα το ποσοστό όσων «συμφωνούν πολύ» ότι τα εμβόλια είναι ασφαλή, εμφανίζει θεαματική αύξηση από 26% στο τέλος του 2015 σε 62% στο τέλος του 2019, όμως ανησυχητικό είναι ότι φαίνεται πως τα τελευταία 5 έτη κινήθηκε πτωτικά η αντίληψη του ελληνικού κοινού για τη σημασία του εμβολιασμού. 

Πέρα από τις ανησυχίες σχετικά με την ασφάλεια/παρενέργειες και την αποτελεσματικότητα του εμβολίου, στους λόγους για τη διστακτικότητα προστίθενται και η πεποίθηση των πολιτών ότι δεν διατρέχουν κίνδυνο να αρρωστήσουν, ενώ δεν είναι μικρό και το ποσοστό αυτών που γενικά είναι κατά των εμβολίων, όπως φαίνεται στην πρόσφατη διεθνή μελέτη του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ. Αυτούς ακριβώς τους λόγους είχαν δώσει οι Έλληνες για να δικαιολογήσουν την διστακτικότητα τους και έναντι του εμβολίου γρίπης H1N1.

«Τα παραπάνω δεδομένα επιβεβαιώνουν ότι τα στοιχεία τέτοιων, κατάλληλα σχεδιασμένων μελετών μπορούν και πρέπει να αξιοποιηθούν προκειμένου να δημιουργηθούν στοχευμένες καμπάνιες ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης της κοινής γνώμης σχετικά με τη σημασία, τη λειτουργία και την ασφάλεια των εμβολίων», καταλήγουν τα στελέχη του CLEO. 

ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΤΟΥ CLEO: Γνώσεις, αντιλήψεις και πρακτικές των Ελλήνων έναντι της COVID-19

Σχεδόν ένα χρόνο μετά την πρώτη εμφάνιση στην Κίνα του ιού SARS-CoV2, που προκαλεί τη νόσο COVID-19, οι γνώσεις, οι αντιλήψεις και οι πρακτικές των Ελλήνων έναντι της νόσου, αφήνουν περιθώρια για σημαντική βελτίωση στην τήρηση των μέτρων ελέγχου και άρα στον περιορισμό της διασποράς.

Τα συμπεράσματα αυτά προκύπτουν από έρευνα που πραγματοποίησε το Κέντρο Κλινικής Επιδημιολογίας και Έκβασης Νοσημάτων – CLEO, μέσω τηλεφώνου και μέσω διαδικτύου (50-50%) η οποία είναι μία από τις πρώτες μελέτες που εξέτασαν τις γνώσεις, τη αντιλήψεις και τις πρακτικές (Knowledge – Attitudes – Practices / KAP) του γενικού ενήλικου πληθυσμού στην Ελλάδα σχετικά με την COVID-19.

«Δεδομένου ότι έως σήμερα δεν υπάρχει ούτε αποτελεσματική θεραπεία ούτε εμβόλιο για την COVID-19, αλλά και ότι αναμένουμε το δεύτερο κύμα της πανδημίας, τα ευρήματα της παρούσας έρευνας μπορεί να είναι εξαιρετικά πολύτιμα για τους αξιωματούχους της δημόσιας υγείας της χώρας μας, καθώς μας δίνουν πληροφορίες σχετικά με πληθυσμιακές ομάδες στις οποίες χρειάζεται να εστιάσουν στοχευμένες παρεμβάσεις πρόληψης ή καμπάνιες ενημέρωσης για τον περιορισμό της διασποράς του ιού και την αποφυγή μελλοντικών κρίσεων δημόσιας υγείας», τονίζει ο Δρ. Θεοκλής Ζαούτης, Επιστημονικός Διευθυντής του CLEO.

Η δύναμη της γνώσης στην αντιμετώπιση της πανδημίας

Η πανδημία COVID-19 έφερε τα εθνικά συστήματα υγείας αντιμέτωπα με πρωτόγνωρες προκλήσεις. Η Ελλάδα, όπως και οι περισσότερες χώρες, εφάρμοσε επειγόντως μέτρα, όπως οι κοινωνικές αποστάσεις, η καραντίνα, οι περιορισμοί στα ταξίδια και τις μεταφορές και το κλείσιμο των συνόρων, προκειμένου να περιοριστεί η διασπορά, να μειωθεί ο κίνδυνος νόσησης και έτσι να αποφευχθεί η υπερφόρτωση του συστήματος υγείας. Ωστόσο, οι γνώσεις, οι αντιλήψεις ή και οι παρανοήσεις του κοινού σχετικά με τις μεταδοτικές ασθένειες διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην τήρηση αυτών των μέτρων και στην ευρύτερη διαχείριση της πανδημίας.

Η μελέτη

Λαμβάνοντας αυτά υπόψιν, η μελέτη του CLEO στόχευσε στη διερεύνηση των γνώσεων και των αντιλήψεων που διαμορφώθηκαν το προηγούμενο διάστημα στην ελληνική κοινότητα σχετικά με την COVID-19 και κατά πόσον αυτά τα δεδομένα ενδέχεται να συνδέονται με αλλαγή στη στάση των Ελλήνων έναντι άλλων μεθόδων πρόληψης, όπως π.χ. ο εμβολιασμός.

Οι ηλικίες των συμμετεχόντων στην έρευνα κυμαίνονταν από 18 έως 90 έτη και το ένα τρίτο (1/3) από αυτούς ανήκαν σε κάποια ευπαθή ομάδα.

Γνώσεις

Σε ό,τι αφορά τις μεθόδους πρόληψης, το πλύσιμο των χεριών και η τήρηση ασφαλούς απόστασης αναδεικνύονται οι πιο δημοφιλείς (Γράφημα 1). Οι γυναίκες και τα άτομα άνω των 24 ετών ήταν πιο πιθανό να γνωρίζουν τα 5 πιο κοινά συμπτώματα που σχετίζονται με τη νόσο COVID-19. Το 11,2% των ερωτηθέντων πιστεύουν λανθασμένα ότι ο κορονοϊός μεταδίδεται μέσω ζώων ή κουνουπιών και το 27,6% μέσω των τροφών (Γράφημα 2).

Γράφημα 1. «Ποια από τα παραπάνω θεωρούνται μετρά πρόληψης ενάντια στην εξάπλωση του κορονοϊού;»

Γράφημα 1. «Ποια από τα παραπάνω θεωρούνται μετρά πρόληψης ενάντια στην εξάπλωση του κορονοϊού;»

Γράφημα 2. «Με ποιους από τους παρακάτω τρόπους μεταδίδεται ο κορονοϊός;»

Γράφημα 2. «Με ποιους από τους παρακάτω τρόπους μεταδίδεται ο κορονοϊός;»

Αξίζει να σημειωθεί ότι η πλειοψηφία των συμμετεχόντων στην έρευνα ανέφερε πως τα ΜΜΕ είναι η κύρια πηγή πληροφόρησης και ενημέρωσης για την πανδημία, γεγονός το οποίο επιβεβαιώνει ότι αυτά αποτελούν βασικό δίαυλο που επηρεάζει την κοινή γνώμη και θα μπορούσαν να προκαλέσουν αλλαγή συμπεριφοράς.

Αντιλήψεις

Σε ό,τι αφορά τη στάση και τις αντιλήψεις του κοινού σχετικά με την νόσο, αυτές φάνηκαν να σχετίζονται με κοινωνικο-δημογραφικά χαρακτηριστικά όπως η εκπαίδευση, η ηλικία και το φύλο. Το ποσοστό όσων πιστεύουν ότι ο SARS-CoV2 αναπτύχθηκε από ανθρώπους σε εργαστήρια ήταν ιδιαιτέρως υψηλό, στο 45,6% των ερωτηθέντων (Γράφημα 3).

Γράφημα 3. «Θεωρείτε ότι ο νέος κορονοϊός φτιάχτηκε από ανθρώπους σε εργαστήριο;»

Γράφημα 3. «Θεωρείτε ότι ο νέος κορονοϊός φτιάχτηκε από ανθρώπους σε εργαστήριο;»

Από αυτούς, υψηλότερο ήταν το ποσοστό ατόμων σε μεγαλύτερες ηλικίες (άνω των 24 ετών, με σταδιακά αυξητική τάση) καθώς και των γυναικών σε σύγκριση με τους άνδρες, ενώ ήταν χαμηλότερο σε άτομα που έχουν λάβει πανεπιστημιακή εκπαίδευση, σε αντίθεση με όσους έχουν λάβει μόνο πρωτοβάθμια εκπαίδευση.

Οι παρατηρήσεις αυτές αναδεικνύουν στόχους για καλύτερη ενημέρωση και ανάπτυξη γνώσεων τόσο για τη νόσο COVID-19 όσο και γενικότερα για τις ασθένειες.

Πρακτικές

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το εύρημα ότι άτομα που ανήκουν σε ευπαθή ομάδα δήλωσαν πως η πανδημία COVID-19 βελτίωσε τη στάση τους απέναντι στα εμβόλια. Γενικότερα, όσοι άρχισαν να έχουν πιο θετική στάση απέναντι στα εμβόλια λόγω της πανδημίας, ανέφεραν ότι είναι πιο πιθανό να κάνουν φέτος το εμβόλιο της γρίπης σε σχέση με τον περασμένο χρόνο, αλλά και το εμβόλιο για την COVID-19 όταν θα είναι διαθέσιμο (Γράφημα 4).

Γράφημα 4. Στάσεις σχετικά με τον εμβολιασμό

Γράφημα 4. Στάσεις σχετικά με τον εμβολιασμό

Αντίστοιχα, όσοι πιστεύουν ότι ο SARS-CoV2 μεταδίδεται πιο εύκολα από τον ιό της γρίπης Η1Ν1 (Γράφημα 5), δηλώνουν ότι πλένουν συχνότερα τα χέρια τους και ότι προτίθενται να κάνουν το εμβόλιο για την COVID-19 όταν γίνει διαθέσιμο. Εξίσου διατεθειμένοι να κάνουν το εμβόλιο δήλωσαν και όσοι πιστεύουν πως ο SARS-CoV2 είναι πιο θανατηφόρος (Γράφημα 6).

Γράφημα 5. «Πόσο πιο μεταδοτικός πιστεύετε ότι είναι ο κορονοϊός σε σύγκριση με τον ιό της γρίπης Η1Ν1;»

Γράφημα 5. «Πόσο πιο μεταδοτικός πιστεύετε ότι είναι ο κορονοϊός σε σύγκριση με τον ιό της γρίπης Η1Ν1;»

Γράφημα 6. «Πόσο πιο θανατηφόρος πιστεύετε ότι είναι ο κορονοϊός σε σύγκριση με τον ιό της γρίπης Η1Ν1;»

Γράφημα 6. «Πόσο πιο θανατηφόρος πιστεύετε ότι είναι ο κορονοϊός σε σύγκριση με τον ιό της γρίπης Η1Ν1;»

Τέλος, οι συμμετέχοντες ρωτήθηκαν σχετικά με τα κίνητρά τους για να απομονωθούν κοινωνικά αυτοβούλως. Ως βασικότερα κίνητρα ανέφεραν το φόβο μετάδοσης του ιού σε άλλους και την επιθυμία να μειωθεί η διασπορά της νόσου στην κοινότητα, ενώ ο φόβος για τη δική τους ζωή ήταν αυτό που αναφέρθηκε λιγότερο ως κίνητρο. Θα μπορούσε, λοιπόν, να ενισχυθεί η κοινωνική απομόνωση εάν δοθεί έμφαση στο κοινό καλό.

Συμπέρασμα

Συμπερασματικά, η μελέτη του CLEO έδειξε ότι οι γνώσεις, οι αντιλήψεις και οι πρακτικές του κοινού επηρεάζονται από κοινωνικο-δημογραφικά χαρακτηριστικά, όπως η ηλικία, το φύλο και η εκπαίδευση. Έδειξε, επίσης, ότι συγκεκριμένες αντιλήψεις σχετικά με τη μετάδοση των ασθενειών μπορούν να βελτιώσουν την τήρηση των μέτρων ελέγχου και προστασίας, τα οποία παίζουν καθοριστικό ρόλο στη μείωση της διασποράς και στον έλεγχο της εξάπλωσης της νόσου, αλλά και να ενισχύσουν τις πολιτικές πρόληψης έναντι μελλοντικών επιδημικών κυμάτων, τόσο ατομικά όσο και συλλογικά.

COVID-19: Κρίσιμος ο έλεγχος των εστιών υπερ-μετάδοσης

Μία θρησκευτική τελετή στην οποία πήγε όλο το χωριό. Μία συνάντηση συγγενών για να δουν ένα δικό τους άνθρωπο που επέστρεψε από μακρά απουσία στο εξωτερικό. Είναι μερικές μόνο χαρακτηριστικές περιπτώσεις που οδηγήσαν, αμέσως μετά, σε σημαντική αύξηση κρουσμάτων της νόσου COVID-19 στην Ελλάδα. Ανάλογα παραδείγματα έχουν καταγραφεί και σε άλλες χώρες: μία μεγάλη εκδήλωση σε εκκλησία της Νότιας Κορέας, ένας γάμος με πολλούς καλεσμένους στην Ιορδανία και πιο πρόσφατα, η περίπτωση του εργοστασίου επεξεργασίας κρέατος στη Γερμανία, ήταν οι αιτίες για μεγάλο αριθμό κρουσμάτων σε περιοχές όπου φαινόταν πως η πανδημία βρισκόταν υπό σχετικό έλεγχο. Τι ακριβώς σημαίνει αυτό;

Από την έναρξη της πανδημίας έχει γίνει πολλή συζήτηση για το R0, τον δείκτη μετάδοσης του νέου κορονοϊού SARS-CoV-2, που ουσιαστικά μετρά τον μέσο αριθμό ατόμων στα οποία ένας ασθενής μεταδίδει τον ιό όταν δεν έχουν ληφθεί μέτρα προστασίας. Ο R0 για τον SARS-CoV-2 εκτιμάται ότι κυμαίνεται μεταξύ 2 και 3 και εάν υποχωρήσει στο 1 θεωρείται ότι η πανδημία βρίσκεται σε ύφεση. Ωστόσο, ο συγκεκριμένος δείκτης δεν μπορεί να αποτυπώσει τις διαφορές που υπάρχουν μεταξύ των ασθενών σε ό,τι αφορά την «ένταση» με την οποία μεταδίδουν τον ιό. Σε αυτή την περίπτωση πιο αντιπροσωπευτικός είναι ο παράγοντας διασποράς, γνωστός τους επιδημιολόγους ως δείκτης «k», ο οποίος καταγράφει το διαφορετικό εύρος διασποράς του ιού από ασθενή σε ασθενή και άρα μπορεί να εντοπίσει πιθανές εστίες υπερ-μετάδοσης. Όσο λιγότερα είναι τα περιστατικά που είναι υπεύθυνα για το σύνολο των κρουσμάτων στην κοινότητα, τόσο χαμηλότερος είναι ο αριθμός του δείκτη k.   

«Υπάρχουν πλέον όλο και πιο ισχυρές ενδείξεις ότι οι εστίες υπερ-μετάδοσης είναι εξαιρετικά κρίσιμος παράγοντας για τη συνολική διασπορά του SARS-CoV-2», σημειώνει το Κέντρο Κλινικής Επιδημιολογίας & Έκβασης Νοσημάτων – CLEO (cleoresearch.org). Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Νότιας Κορέας, όπου έως τις αρχές Ιουνίου είχαν καταγραφεί συνολικά 1.088 κρούσματα και μόλις 4 θάνατοι από COVID-19, χωρίς μάλιστα να επιβληθεί lockdown αλλά μόνο με εντατική ιχνηλάτηση των κρουσμάτων και στοχευμένους περιορισμούς κυρίως σε ό,τι αφορά τις δημόσιες συγκεντρώσεις και το συνωστισμό. Ωστόσο τις τελευταίες εβδομάδες, μόλις αυτά τα μέτρα χαλάρωσαν, καταγράφηκε αύξηση κρουσμάτων, η οποία εντοπίστηκε σε δύο εστίες: μία εταιρεία συσκευασίας τροφίμων και ένα συγκρότημα κατοικιών.  

Λίγοι μεταδίδουν τον ιό σε πολλούς

Πρόσφατη μελέτη (σε αρχικό στάδιο) των επιδημιολόγων Dillon C. Adam και Benjamin J. Cowling, που εξέτασε την περίπτωση του Χονγκ Κονγκ –όπου επίσης υπήρξε επιτυχημένη διαχείριση της πανδημίας– επιβεβαιώνει ότι οι εστίες υπερ-μετάδοσης ήταν ο κύριος παράγοντας διασποράς του ιού. Από ένα σύνολο 349 κρουσμάτων που καταγράφηκαν τοπικά, τα 196 συνδέονταν με μόλις 6 εστίες υπερ-μετάδοσης. Είναι χαρακτηριστικό ότι μόλις ένα άτομο φέρεται να μετέδωσε τον ιό σε 73 άλλους ανθρώπους, καθώς επισκέφτηκε διάφορα μπαρ στο τέλος Μαρτίου. Οι άλλες περιπτώσεις εστιών υπερ-μετάδοσης αφορούσαν γάμους, ναούς, δείπνα, πάρτι και χώρους διασκέδασης. Συνολικά, μόλις το 20% των περιστατικών (όλα σχετιζόμενα με κοινωνικές συναθροίσεις) ευθυνόταν για το 80% των κρουσμάτων, αριθμός που τοποθετεί τον παράγοντα διασποράς k για τον SARS-CoV-2 στο 0,45. Εξίσου εντυπωσιακό είναι και το γεγονός ότι το 70% των ατόμων που προσβλήθηκαν από τον ιό δεν τον μετέδωσαν σε κάποιον άλλο. 

Και παρότι το δείγμα στο Χονγκ Κονγκ είναι σχετικά μικρό, οι Adam και Cowling εκτιμούν ότι τα ευρήματα είναι αντιπροσωπευτικά, καθώς επιβεβαιώνονται από άλλες μελέτες: μία από αυτές, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «The Lancet» στα τέλη Απριλίου και αφορούσε στοιχεία για κρούσματα COVID-19 στην επαρχεία Shenzhen της Κίνας που προήλθαν από ταξιδιώτες από την περιοχή της Wuhan, έδειξε ότι το 80% των κρουσμάτων μεταδόθηκε από το 8%-9% των περιστατικών. Ανάλογα είναι τα ευρήματα μελέτης που μέσω ιχνηλάτησης 212 κρουσμάτων της νόσου στο Ισραήλ, μεταξύ Φεβρουαρίου και Απριλίου, έδειξε ότι το 80% προήλθε από το 1%-10% των περιστατικών.

Σύμφωνα με μαθηματικό μοντέλο του καθ. Akira Endo από το London School of Hygiene and Tropical Medicine, περίπου 10% των συνολικών περιστατικών SARS-CoV-2 ευθύνεται για το 80% των κρουσμάτων παγκοσμίως, προσδιορίζοντας το k του ιού στο 0,10.     

Το «μοντέλο» των κορονοϊών

Οι εκτιμήσεις αυτές ενισχύονται από τα στοιχεία που υπάρχουν για άλλους κορονοϊούς, όπως ο SARS και ο MERS, τα οποία δείχνουν ότι ένας μικρός αριθμός εστιών υπερ-μετάδοσης ευθυνόταν για τη συντριπτική πλειοψηφία των συνολικών κρουσμάτων. Στη διάρκεια της πανδημίας του SARS, το 2002-2003, νοσοκομεία, αερομεταφορές και μεγάλα συγκροτήματα κατοικιών εμπλέκονταν σε περιπτώσεις εστιών υπερ-μετάδοσης του ιού.  Μελέτη που έγινε στη Σιγκαπούρη έδειξε ότι μόλις το 6% των περιστατικών SARS ευθυνόταν για το 80% των συνολικών κρουσμάτων, ενώ το 73% όσων μολύνθηκαν από τον ιό δεν τον μετέδωσαν σε άλλα άτομα, προσδιορίζοντας το k σε 0,16. Αντίστοιχα για τον MERS, που πρωτοεμφανίστηκε στη Σαουδική Αραβία το 2012, στοιχεία δείχνουν ότι περίπου το 14% των περιστατικών προκάλεσε το 80% των συνολικών κρουσμάτων (k=0,26).

Πού οφείλεται η υπερ-μετάδοση;

Παρότι είναι αρκετά δύσκολο να εντοπίσουμε τα ακριβή αίτια που δημιουργούν μία εστία υπερ-μετάδοσης του ιού, μιας και αυτά αποτελούν συνάρτηση πλήθους παραγόντων, ένα πράγμα είναι ξεκάθαρο: η μεταδοτικότητα του SARS-CoV-2 φαίνεται πως κορυφώνεται τις πρώτες μέρες εμφάνισης των συμπτωμάτων της COVID-19 και μετά αρχίζει να φθίνει. Αυτό σημαίνει ότι ένας ασθενής είναι μολυσματικός προτού καν εμφανίσει συμπτώματα ή ακόμα και αν δεν εμφανίσει καθόλου. Αυτός είναι και ο λόγος που η μάσκα μπορεί να προστατεύσει από τη μετάδοση του ιού.

Παράλληλα, ένα πολύ μολυσματικό άτομο είναι πιο πιθανό να διασπείρει τη νόσο όταν βρεθεί ανάμεσα σε ένα πλήθος ανθρώπων (π.χ. σε ένα γάμο, σε μπαρ ή σε μια αθλητική διοργάνωση) και όταν η επαφή έχει διάρκεια ή επαναλαμβάνεται. Επίσης, η μετάδοση είναι πιο εύκολη στους εσωτερικούς χώρους, παρά στους εξωτερικούς. 

Το παράδειγμα της Ιαπωνίας

Ενδιαφέρον παρουσιάζει η περίπτωση της Ιαπωνίας, η οποία κατάφερε να ελέγξει την πανδημία χωρίς να επιβάλει αυστηρά μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης αλλά και χωρίς εκτεταμένη χρήση τεστ. Αυτό που έκανε ήταν να βασιστεί στην εθελοντική επιλογή των πολιτών να μείνουν στα σπίτια τους και να αποφύγουν τις συναθροίσεις. Στην ουσία, η Ιαπωνία ακολούθησε μία στρατηγική αντι-υπερματάδοσης, βασιζόμενη στην αποφυγή του τρίπτυχου: κλειστοί χώροι, συναθροίσεις και στενές επαφές.

Σε κάθε περίπτωση, το συμπέρασμα φαίνεται κοινό: οι εστίες υπερ-μετάδοσης δεν έχουν να κάνουν μόνο με τον SARS-CoV-2 αλλά με την πανδημία γενικά. Και αυτό είναι, κατά κάποιο τρόπο, ανησυχητικό και καθησυχαστικό ταυτόχρονα. Ανησυχητικό επειδή αποκαλύπτει έναν ιό που προσαρμόζεται γρήγορα και άρα είναι δύσκολο να τον σταματήσουμε. Είναι όμως και καθησυχαστικό γιατί ο ρόλος των εστιών υπερ-μετάδοσης αποκαλύπτει ότι η πανδημία μπορεί να ελεγχθεί με μέτρα λιγότερο σκληρά για την οικονομική και κοινωνική ζωή, όπως το καθολικό lockdown ή άλλες δραστικές παρεμβάσεις που υιοθετήθηκαν τους προηγούμενους μήνες. 

Γι’ αυτό, πριν ξανασκεφτούμε εκτεταμένα μέτρα για να εμποδίσουμε τη μετάδοση του ιού ενόψει ενός νέου κύματος της πανδημίας, ας δώσουμε προτεραιότητα στο να ελέγξουμε τις εστίες υπερ-μετάδοσης.

H AHEPA ενισχύει με $30.000 το έργο του CLEO

Η AHEPA (American Hellenic Educational Progressive Association) αναγνωρίζοντας το υψηλού επιπέδου επιστημονικό έργο του Κέντρου Κλινικής Επιδημιολογίας και Έκβασης Νοσημάτων – CLEO και τη συμβολή του στον περιορισμό και την πρόληψη των λοιμώξεων στην Ελλάδα, στηρίζει το έργο του CLEO με το ποσό των 30.000 δολαρίων για την εκπαίδευση των επαγγελματιών υγείας στην πρωτοβάθμια υγεία και στα κέντρα αναφοράς που έχουν δημιουργηθεί στην Ελλάδα για την αντιμετώπιση του COVID-19. Επιπροσθέτως, η δωρεά της AHEPA θα στηρίξει το ερευνητικό έργο του CLEO σχετικά με τη μετάδοση του COVID-19.

Ιδιαίτερη μνεία στο έργο του Επιστημονικού Διευθυντή του CLEO, Δρ. Θεοκλή Ζαούτη, έκανε ο Πρόεδρος της AHEPA, George G. Horiates, τονίζοντας ότι «τόσο η AHEPA όσο και οι Έλληνες πολίτες είναι πολύ τυχεροί που σε αυτή την κρίσιμη συγκυρία ο Δρ. Ζαούτης υπηρετεί τη δημόσια υγεία» και προσθέτοντας ότι «η AHEPA είναι υπερήφανη που μπορεί να υποστηρίξει το ερευνητικό έργο του».

Αναφερόμενος στη συμμετοχή του Δρ. Ζαούτη στην Ειδική Επιτροπή του Υπουργείου Υγείας για την αντιμετώπιση του COVID-19, ο κ. Horiates σημείωσε: «Ο Δρ. Ζαούτης είναι ένα χαρακτηριστικό δείγμα των μελών της AHEPA, που είναι αφοσιωμένοι επαγγελματίες, επιστήμονες ή εθελοντές με δράση που στοχεύει στο κοινό καλό, οπουδήποτε στον κόσμο. Το πάθος για προσφορά είναι η κινητήρια δύναμη της AHEPA και των ανθρώπων της».

Δείτε επίσης: https://ahepa.org/ahepa-donates-30000-to-support-public-health-research-training-in-greece/